Dublin Core
Title
Η Αφήγηση της Ιστορίας με Εφαρμογές Πολυμέσων: Η Περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη
Creator
Χρύσα Κοντάκη
Publisher
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτιστικής Τεχνολογίας & Επικοινωνίας
Date
2006
Language
Ελληνικά
Type
Conference Paper
Zotero
Item Type
Conference Paper
Abstract Note
Το μουσείο από τη φύση του διεκδικεί τον ιδιαίτερο ρόλο του στην αφήγηση της ιστορίας και αποκτά κοινωνική εξουσία μέσα από την δυνατότητά του να επεξεργάζεται τρόπους που «κοιτάζουμε» τα πράγματα. Για να καταφέρει τον επισκέπτη να κοιτάξει το αντικείμενο πέρα από την υλική του διάσταση, προσπαθεί να τον δραστηριοποιήσει στις επιμέρους πρακτικές του αφηγηματικού έργου του.
Ως προς την πολιτιστική μνήμη, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια μετατόπιση από το αυθεντικό αντικείμενο στον αφηγηματοποιημένο τόπο. Η αναπαράσταση της ιστορίας βοήθησε στο μετασχηματισμό του μουσείου από μια δομή που βασίζεται στο αντικείμενο σε μια δομή που βασίζεται στην εμπειρία. Έτσι, το σύγχρονο μουσείο ιστορίας και πολιτισμού ενσωματώνει τον ερμηνευτικό του ρόλο στον performance λόγο του: Η μουσειακή εξιστόρηση μέσα από αναδημιουργίες, αναπαραστάσεις και αποκαταστάσεις βασίζεται, ουσιαστικά, στη δραματουργική αφήγηση. Οι εφαρμογές πολυμέσων συνδέονται άμεσα με αυτή την performing φύση του μουσείου, έχουν τη δυνατότητα να την ισχυροποιήσουν και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει ν’ αναπτυχθούν. Ειδικότερα, οι εφαρμογές ιστορικού περιεχομένου θα πρέπει να επενδύσουν στους τομείς που ο επίσημος ιστορικός λόγος συναντά το σχεδιασμό της έκθεσης με μη-παραδοσιακούς τρόπους. Ο βαθμός ευρηματικότητας και επινοητικότητας των παρουσιάσεων, στις οποίες σπάνια είχε εμπλοκή ο επισκέπτης παλιότερα, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόμαστε αυτό που βλέπει.
Ο προβληματισμός, όμως, δεν θα πρέπει να αφορά στην αναπαραστατική δύναμη του μέσου (π.χ. εφαρμογές πολυμέσων) που κάθε φορά χρησιμοποιείται από το μουσείο, αλλά στην ερμηνευτική διάσταση και τους τρόπους παρουσίασης της ιστορίας, καθώς, όπως είναι γνωστό, η δομή μιας παρουσίασης διαμορφώνει γνώση. Ο προβληματισμός αφορά, κυρίως, στις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχουμε για να αναπαραστήσουμε την ιστορική πληροφορία με αφορμή τα μουσειακά εκθέματα.
Πώς μπορούν οι εφαρμογές της πληροφορικής να αναπαραστήσουν την ιστορία με καινοτόμους τρόπους που αποτελεσματικά και κατάλληλα θα επικοινωνήσουν μηνύματα προς τους χρήστες;
Ποιο θα είναι κάθε φορά το κατάλληλο σενάριο που θα εισάγει τον επισκέπτη/χρήστη στην πληροφοριακή διάσταση των συλλογών και την ερμηνεία των εκθεμάτων;
Οι εφαρμογές πολυμέσων διαφέρουν από τα άλλα μέσα αναπαράστασης της ιστορίας (π.χ. κινηματογράφος, βιβλίο) στο βαθμό που μπορούν να εμπλέξουν το χρήστη σε μια μη γραμμική επεξεργασία του αφηγηματικού υλικού που θα ενσωματώνει διαφορετικά είδη «ανάγνωσης» και τεχνικές παρουσίασης. Μερικές από τις αρχές που θα ακολουθούν είναι: η αποκάλυψη της αναπαραστατικής δυνατότητας της ιστορικής/μουσειακής πληροφορίας, η αναζήτηση εναλλακτικών μεθόδων αναπαράστασης της πραγματικότητας και των διαφορετικών επιπέδων της πληροφορίας που περιέχουν τα πολιτισμικά φορτισμένα αντικείμενα, η αναζήτηση μεθόδων οπτικοποίησης και νοερής απεικόνισης του απροσδιόριστου και ασαφούς περιεχομένου της γνώσης, ο προσδιορισμός των δυνατοτήτων διαπραγμάτευσης αφηρημένων εννοιών και συνθέσεων στο περιβάλλον της εικονικής πραγματικότητας και η ώσμωση διαφορετικών τεχνών μέσα στα όρια των νέων τεχνολογιών. Τα ερωτήματα που προσπαθούμε να απαντήσουμε αφορούν, τις περισσότερες φορές, στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην «αφηγηματική αλήθεια» και την «ιστορική αλήθεια», στη σχέση ανάμεσα στην αφήγηση και την ερμηνεία και τον σημειωτικό ρόλο της αφηγηματικής δομής. Το υλικό που χρησιμοποιούμε, η «πληροφορία», είναι η σημασία που αποδίδουμε στα δεδομένα, με άλλα λόγια είναι η ερμηνεία που κατασκευάζουμε και προβάλλουμε για αυτά, μια διαδικασία αρκετά σύνθετη και επίπονη, η οποία εξαρτάται από το υπόβαθρο και τους στόχους που θέτουμε κάθε φορά. Το πλεονέκτημα για τα μουσεία είναι ότι οι τεχνολογίες μπορούν να προσφέρουν καινούργιες προσεγγίσεις της πληροφορίας που προάγει αφηρημένες συνδέσεις. Αυτές οι προσεγγίσεις θα πρέπει να παρέχουν πολλαπλές προσβάσεις στην πληροφορία και να πείθουν τον χρήστη να σκεφτεί με ένα διαφορετικό τρόπο. Συνεπώς, με στόχο την ανανέωση των μουσειακών εφαρμογών ως προς το είδος γραφής και τους τρόπους προσέγγισης του περιεχομένου, θα πρέπει να προσφέρουμε περισσότερες δυνατότητες στο αφηγηματικό είδος που εκπροσωπεί το μουσείο και στην εξερευνητική διάθεση του επισκέπτη. Θα πρέπει να ξανα-ανακαλύψουμε στον ψηφιακό κόσμο τη δύναμη της εξιστόρησης. Εάν πρόκειται να «δουλέψουν» και να εξελιχθούν οι εφαρμογές πολυμέσων στον χώρο του μουσείου θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ένα καινούργιο αφηγηματικό είδος που αντλεί από διάφορα άλλα, όπως η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος ή τα παιχνίδια στρατηγικής προσπαθώντας πάντα να κάνει τον επισκέπτη/χρήστη συμμέτοχο στην πλοκή. Η ρευστοποίηση της υλικής δομής/φύσης των αντικειμένων και η αυξανόμενη θεατρικότητα στο πεδίο του εκθεσιακού σχεδιασμού αναμένουμε ότι θα φέρουν στο μουσείο έναν πιο κριτικό επισκέπτη.
Ως προς την πολιτιστική μνήμη, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια μετατόπιση από το αυθεντικό αντικείμενο στον αφηγηματοποιημένο τόπο. Η αναπαράσταση της ιστορίας βοήθησε στο μετασχηματισμό του μουσείου από μια δομή που βασίζεται στο αντικείμενο σε μια δομή που βασίζεται στην εμπειρία. Έτσι, το σύγχρονο μουσείο ιστορίας και πολιτισμού ενσωματώνει τον ερμηνευτικό του ρόλο στον performance λόγο του: Η μουσειακή εξιστόρηση μέσα από αναδημιουργίες, αναπαραστάσεις και αποκαταστάσεις βασίζεται, ουσιαστικά, στη δραματουργική αφήγηση. Οι εφαρμογές πολυμέσων συνδέονται άμεσα με αυτή την performing φύση του μουσείου, έχουν τη δυνατότητα να την ισχυροποιήσουν και σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει ν’ αναπτυχθούν. Ειδικότερα, οι εφαρμογές ιστορικού περιεχομένου θα πρέπει να επενδύσουν στους τομείς που ο επίσημος ιστορικός λόγος συναντά το σχεδιασμό της έκθεσης με μη-παραδοσιακούς τρόπους. Ο βαθμός ευρηματικότητας και επινοητικότητας των παρουσιάσεων, στις οποίες σπάνια είχε εμπλοκή ο επισκέπτης παλιότερα, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόμαστε αυτό που βλέπει.
Ο προβληματισμός, όμως, δεν θα πρέπει να αφορά στην αναπαραστατική δύναμη του μέσου (π.χ. εφαρμογές πολυμέσων) που κάθε φορά χρησιμοποιείται από το μουσείο, αλλά στην ερμηνευτική διάσταση και τους τρόπους παρουσίασης της ιστορίας, καθώς, όπως είναι γνωστό, η δομή μιας παρουσίασης διαμορφώνει γνώση. Ο προβληματισμός αφορά, κυρίως, στις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχουμε για να αναπαραστήσουμε την ιστορική πληροφορία με αφορμή τα μουσειακά εκθέματα.
Πώς μπορούν οι εφαρμογές της πληροφορικής να αναπαραστήσουν την ιστορία με καινοτόμους τρόπους που αποτελεσματικά και κατάλληλα θα επικοινωνήσουν μηνύματα προς τους χρήστες;
Ποιο θα είναι κάθε φορά το κατάλληλο σενάριο που θα εισάγει τον επισκέπτη/χρήστη στην πληροφοριακή διάσταση των συλλογών και την ερμηνεία των εκθεμάτων;
Οι εφαρμογές πολυμέσων διαφέρουν από τα άλλα μέσα αναπαράστασης της ιστορίας (π.χ. κινηματογράφος, βιβλίο) στο βαθμό που μπορούν να εμπλέξουν το χρήστη σε μια μη γραμμική επεξεργασία του αφηγηματικού υλικού που θα ενσωματώνει διαφορετικά είδη «ανάγνωσης» και τεχνικές παρουσίασης. Μερικές από τις αρχές που θα ακολουθούν είναι: η αποκάλυψη της αναπαραστατικής δυνατότητας της ιστορικής/μουσειακής πληροφορίας, η αναζήτηση εναλλακτικών μεθόδων αναπαράστασης της πραγματικότητας και των διαφορετικών επιπέδων της πληροφορίας που περιέχουν τα πολιτισμικά φορτισμένα αντικείμενα, η αναζήτηση μεθόδων οπτικοποίησης και νοερής απεικόνισης του απροσδιόριστου και ασαφούς περιεχομένου της γνώσης, ο προσδιορισμός των δυνατοτήτων διαπραγμάτευσης αφηρημένων εννοιών και συνθέσεων στο περιβάλλον της εικονικής πραγματικότητας και η ώσμωση διαφορετικών τεχνών μέσα στα όρια των νέων τεχνολογιών. Τα ερωτήματα που προσπαθούμε να απαντήσουμε αφορούν, τις περισσότερες φορές, στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην «αφηγηματική αλήθεια» και την «ιστορική αλήθεια», στη σχέση ανάμεσα στην αφήγηση και την ερμηνεία και τον σημειωτικό ρόλο της αφηγηματικής δομής. Το υλικό που χρησιμοποιούμε, η «πληροφορία», είναι η σημασία που αποδίδουμε στα δεδομένα, με άλλα λόγια είναι η ερμηνεία που κατασκευάζουμε και προβάλλουμε για αυτά, μια διαδικασία αρκετά σύνθετη και επίπονη, η οποία εξαρτάται από το υπόβαθρο και τους στόχους που θέτουμε κάθε φορά. Το πλεονέκτημα για τα μουσεία είναι ότι οι τεχνολογίες μπορούν να προσφέρουν καινούργιες προσεγγίσεις της πληροφορίας που προάγει αφηρημένες συνδέσεις. Αυτές οι προσεγγίσεις θα πρέπει να παρέχουν πολλαπλές προσβάσεις στην πληροφορία και να πείθουν τον χρήστη να σκεφτεί με ένα διαφορετικό τρόπο. Συνεπώς, με στόχο την ανανέωση των μουσειακών εφαρμογών ως προς το είδος γραφής και τους τρόπους προσέγγισης του περιεχομένου, θα πρέπει να προσφέρουμε περισσότερες δυνατότητες στο αφηγηματικό είδος που εκπροσωπεί το μουσείο και στην εξερευνητική διάθεση του επισκέπτη. Θα πρέπει να ξανα-ανακαλύψουμε στον ψηφιακό κόσμο τη δύναμη της εξιστόρησης. Εάν πρόκειται να «δουλέψουν» και να εξελιχθούν οι εφαρμογές πολυμέσων στον χώρο του μουσείου θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ένα καινούργιο αφηγηματικό είδος που αντλεί από διάφορα άλλα, όπως η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος ή τα παιχνίδια στρατηγικής προσπαθώντας πάντα να κάνει τον επισκέπτη/χρήστη συμμέτοχο στην πλοκή. Η ρευστοποίηση της υλικής δομής/φύσης των αντικειμένων και η αυξανόμενη θεατρικότητα στο πεδίο του εκθεσιακού σχεδιασμού αναμένουμε ότι θα φέρουν στο μουσείο έναν πιο κριτικό επισκέπτη.
Conference Name
3ο Διεθνές Συνέδριο Μουσειολογίας - Πανεπιστήμιο Αιγαίου & Ετήσιο Συνέδριο AVICOM
Date
2006
Language
Ελληνικά
Place
Μυτιλήνη, 5-8 Ιουνίου 2006
Proceedings Title
Τα Οπτικοακουστικά Μέσα ως Πολιτιστική Κληρονομιά και η Χρήση τους στα Μουσεία
Publisher
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτιστικής Τεχνολογίας & Επικοινωνίας
Title
Η Αφήγηση της Ιστορίας με Εφαρμογές Πολυμέσων: Η Περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη
URL
https://docplayer.gr/1019023-Ta-optikoakoystika-mesa-os-politistiki-klironomia-kai-i-hrisi-toys-sta-moyseia.html